Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιά;


ΠΩΣ ΑΠΟ ΓΗ —ἀπὸ πηλό, ἀπὸ χῶμα— ἔγινες,

κρατιόσουν μέσα της, μαζί της ὁ βίος σου,

καὶ τώρα ὅλα τἄχεις σὰν ἕνα τίποτα, σοῦ φαίνονται σκιά,

τὰ προσπερνᾶς ὅλα καὶ μόνο ἐμένα ζητᾶς;


Γιὰ μένα θέλεις νὰ μιλᾶς, νὰ διηγεῖσαι γιὰ μένα,

νὰ μὲ βλέπεις, ἂν εἶναι μπορετό, κάθε στιγμή σου,

οὔτε ὕπνο νὰ ἔχεις, οὔτε νὰ τρῶς, οὔτε νὰ πίνεις

ἢ νὰ ντύνεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ νοιάζει καθόλου
,

ἀλλὰ ὅπως δέντρα στὸν δρόμο καὶ ξύλα, ποὺ βλέπει ὅποιος βαδίζει,

ἔτσι σοῦ φαίνονται ὅσα ὁ κόσμος λέει δόξες,

σὰν ἕνα τίποτα τ’ ἀφήνεις στὸν δρόμο ποὺ εἶσαι τοῦ βίου σου,

χωρὶς νὰ τριγυρνάει τὸ μάτι τοῦ νοῦ σου,

δὲν ἀφήνεις ν’ ἀποβλέψει ἐκεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς σου,

ἐμένα σκέφτεσαι, μόνο ἐμένα θυμᾶσαι

μ’ ἀγαπᾶς, ὅπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς γύρω σου.


Ἔχεις ἀκούσει, μιλᾶνε γιὰ μένα συχνά.

Τίνος σκιρτάει ἡ καρδιὰ ὅταν ἀκούσει τ’ ὄνομά μου,

ἀνοίγει ἀμέσως στὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο;

Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιὰ ποὺ μὲ θυμήθηκε μόνο;

Τοὺς θείους λόγους κι ἐντολὲς μὲ δύναμη

ποιός ζήτησε νὰ μάθει, νὰ φυλάξει;


Ὅπως ἐσύ, ποιός μὲ σκέφτηκε, Θεὸ ἀπ’ ὅλα πέρα

κι ἀμέσως πόθησε σὲ μένα μόνο νὰ δουλεύει

γιὰ τοῦτο καὶ γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ σπίτι,

τὴ γῆ του μαζὶ καὶ τοὺς συγγενεῖς, τοὺς γείτονες, τοὺς φίλους

ἔτσι τὰ λησμόνησε κι ἔτσι ἦρθε κοντά μου

σὰν ποτέ του νὰ μὴν εἶδε κανένα τους,

νὰ μὴ γνώρισε στὴ γῆ ἄνθρωπο μέσα στὸν κόσμο …

*****

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου